- ξενίζω
- (ΑΜ ξενίζω, Α ιων. και επικ. τ. ξεινίζω) [ξένος]1. υποδέχομαι κάποιον ξένο και τόν περιποιούμαι, φιλοξενώ (α. «τὸν μὲν ἐγὼ... εὖ ἐξείνισσα», Ομ. Οδ.β. «ἀπικόμενος δὲ ἐξεινίζετο ἐν τοῑσι βασιληΐοισι ὑπό τοῡ Κροίσου», Ηρόδ.)2. προκαλώ έκπληξη ή απορία σε κάποιον, εκπλήσσω (α. «μέ ξένισε το τηλεφώνημα του» β. «ξενίζουσι τὴν ἀκοὴν ὀνόμασιν», Ηρόδ.)3. φαίvoμαι παράξενος ή ασυνήθιστος (α. «ο τρόπος του ξενίζει» β. «ὡς μὴ μόνος ἐν ὑμῑν ξενίζοιμι τῷ σχήματι», Λουκιαν.)4. μιλώ με ξενική προφορά («διαβεβλήκασι γὰρ μου τὸν πατέρα, ὡς ἐξένιζεν», Δημοσθ.)5. μέσ. ξενίζομαιπαραξενεύομαι («ξενιζόμενοι ταῑς τῶν ὀργάνων κατασκευαῑς», Πολ.)μσν.παθ. (για φυτό) υφίσταμαι παρεμπόδιση τής ανάπτυξής μουαρχ.1. δίνω σε κάποιον δώρα φιλοξενίας («ἐξένισεν ἡμᾱς ἅπαντας πολλοῑς ἀγαθοῑς Γωβρύας», Ξεν.)2. κάνω κάτι να φαίνεται ασυνήθιστο.
Dictionary of Greek. 2013.